- μηχανητής
- μηχᾰν-ητής, οῦ, ὁ,A deviser of engines of war, of Artemon, Sch.Ar.Ach.850.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχανητής — μηχανητής, ὁ (ΑΜ) [μηχανώμαι] αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές … Dictionary of Greek
μηχανητής — deviser of engines of war masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] … Dictionary of Greek